εκγλυφίδα

εκγλυφίδα
η
1. χαλύβδινο εργαλείο για την εκγλυφή οπών
2. ονομασία διαφόρων οδοντιατρικών εργαλείων που χρησιμοποιούνται για εμφράξεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εκγλυφή — η (Α ἐκγλυφή) νεοελλ. 1. σκάλισμα, κοίλανση («εκγλυφὴ επίπλου») 2. κοιλότητα που γίνεται από εκγλυφίδα αρχ. εκκόλαψη …   Dictionary of Greek

  • εκγλύφω — (AM ἐκγλύφω) καθιστώ κάτι κοίλο με γλύφανο ή εκγλυφίδα μσν. φρ. «ἐξέγλυψαν τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῡ» τού έβγαλαν τα μάτια) αρχ. εκκολάπτω, ξεπουλιάζω …   Dictionary of Greek

  • φρέζα — Εργαλειομηχανή που πραγματοποιεί το φρεζάρισμα, μηχανουργική κατεργασία στην οποία γίνεται εκμετάλλευση της περιστροφικής κίνησης ενός κυλινδρικού εργαλείου (φρέζα), στην περιφέρεια του οποίου υπάρχει μια σειρά κοπτικών πτερυγίων. Όταν το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”